Προδίκου

Προδίκου
Πρόδικος
judged first
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προδίκου — πρόδικος judged first masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ПРОДИК —    • Prodĭcus,          Πρόδικος, греческий софист из Юлиды на Кеосе, современник Сократа, в юности прибыл по делам своего отечества в Афины, где его появление перед собранием возбудило удивление и внимание и побудило его также к дальнейшему… …   Реальный словарь классических древностей

  • προδικία — ἡ, Α [πρόδικος] 1. το δικαίωμα ή το προνόμιο τού να δικαστεί κανείς πριν από κάποιον άλλο («δεδόχθαι τοῑς ἱερομνήμοσι, Σατύρωι καὶ Τεισάνδρωι καὶ Φαινίωνι δοῡναι προδικίαν καὶ ἀσφάλειαν καὶ επιτιμίαν», επιγρ.) 2. το προνόμιο ή το αξίωμα τού… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] …   Dictionary of Greek

  • Δάμων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος μουσικός και φιλόσοφος (5ος αι. π.Χ.). Η ακμή του προσδιορίζεται γύρω στο 430 π.Χ. Υπήρξε μαθητής του σοφιστή Προδίκου, λέγεται μάλιστα ότι υπήρξε δάσκαλος του Σωκράτη και σύμβουλος του Περικλή, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σοφιστές — Με τον όρο αυτό νοούνται εξέχουσες προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης (οι περισσότεροι έζησαν τον 5o αι. π.Χ.), οι οποίες συνιστούν ένα πολυσύνθετο και αρκετά ποικίλων αποχρώσεων πολιτιστικό κίνημα, μεγάλης ιστορικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”